Όταν ήμουν στο Άγιον Όρος στη Νέα Σκήτη ήταν περίπου τέτοιος μήνας, αρχάς Νοεμβρίου με το δικό μας ημερολόγιο εκεί, όπου ένα βράδυ, περασμένη λίγο η ώρα χτύπησε η πόρτα της καλύβας μας και ανοίξαμε να δούμε ποιος ήταν.
Ήταν τρία παιδιά τα οποία χάθηκαν στο δρόμο και δεν μπορούσαν να φιλοξενηθούν βέβαια στο Μοναστήρι γιατί είχε κλείσει, ούτε πουθενά αλλού και έπρεπε να τα φιλοξενήσουμε εμείς στη δική μας καλύβη. Δεν υπήρχε πρόβλημα βέβαια.
Προσπαθήσαμε να τους φιλοξενήσουμε, να τους ετοιμάσουμε κάτι να φάνε.
Ένας εξ’ αυτών όμως ήταν πολύ αρνητικός. Εγώ κάθισα λίγο μαζί τους να τους μιλήσω μέχρι να φάνε τα παιδιά, να μην τους αφήσουμε μόνους τους. Eίπαμε κάποια πράγματα.
Το ένα το παιδί ήταν αρνητικός, ήταν δύσκολος. Χαμογελούσε ειρωνικά, με έβλεπε έτσι παράξενα. Καταλάβαινα ότι δεν του άρεσα τρόπον τινά, δεν ξέρω.
Αφού φάγανε το φαγητό τους, πήγα να τους δείξω -ήμουν υπεύθυνος αρχοντάρης- τα δωμάτια. Μου λέει ένας.
– Πάτερ, μπορώ να δώσω στο Θεό την τελευταία ευκαιρία να μου μιλήσει;
– Ωραία σκέψη. Και τι θα γίνει τώρα; Δηλαδή πως θα δώσεις του Θεού την τελευταία ευκαιρία να σου μιλήσει;
– Θέλω να μιλήσουμε.
Πήρα ευλογία από τον Γέροντα και πήγα κάθισα εκεί σε ένα παρεκκλήσι που είχαμε και μιλούσαμε από η ώρα οκτώ το βράδυ μέχρι ώρα τέσσερις το πρωί που χτύπησε το σήμαντρο για την ακολουθία.
Μιλούσε βέβαια ο ίδιος, δεν άφησε το Θεό να του μιλήσει γιατί ήθελε ο ίδιος να πει όλα αυτά που είχε μέσα του. Πανέξυπνος άνθρωπος, πολύ διαβασμένος, πολύ μορφωμένος, ήταν στο πτυχίο της Νομικής τότε.
– Λοιπόν, μου λέει, κοίταξε πάτερ εγώ μεγάλωσα στα κατηχητικά, στις αδελφότητες, κοντά σε πολύ καλούς πνευματικούς. Ξέρω τα πάντα. Όταν σου λέω κάτι ξέρω εκ των προτέρων τι θα μου απαντήσεις.
Και πράγματι, ήξερε πάρα πολλά πράγματα. Δεν είχα κάτι να του απαντήσω διότι όντως τα ήξερα όλα. Κι έτσι όπως ήτανε έξυπνος και λαλίστατος και ευφυής και με επιχειρήματα -δικηγόρος βέβαια ήτανε ο άνθρωπος- εντάξει εγώ αισθανόμουνα στριμωγμένος σ’ εκείνη τη γωνιά του στασιδιού. Τον άκουγα απλώς κι έλεγα: ο Θεός να μας βοηθήσει να βγάλουμε άκρη εδώ απόψε. Τι θα γίνει;
Που θα βγούμε με αυτόν τον άνθρωπο;
Τέλος πάντων, είπε, είπε, είπε κάμποσα ..
Πήγαινα κι εγώ να πω καμμιά κουβέντα, δεν με άφηνε. Μου έλεγε,
– Ξέρω τι θα πεις, ξέρω.
Και πράγματι ήξερε δηλαδή, δεν έλεγε ψέματα. Όταν ήρθε η ώρα να τελειώσουμε μου λέει,
– Πάτερ μου ξέρεις όλα τα νίκησα μέσα μου. Όλα τα νίκησα. Όλα τα επιχειρήματα της Εκκλησίας, όλη τη διδασκαλία των κατηχητικών, των ομαδαρχών, των κατασκηνώσεων, των ομάδων, των πνευματικών, τα πάντα. Τα έχω διαλύσει, τα έχω νικήσει. Έχω απόψεις, έχω επιχειρήματα, έχω μέσα μου ισχυρά ερείσματα για να μην τα πιστεύω όλα αυτά τα πράγματα αλλά έχω κάτι που δεν μπορώ να το νικήσω. Δεν μπορώ να το νικήσω.
– Τι είναι αυτό που δεν μπορείς να το νικήσεις;
– Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ. Δεν μπορώ να νικήσω τη μάνα μου.
– Δηλαδή; Έχει γλώσσα; Μιλάει πολύ;
– Όχι, δεν μιλάει καθόλου η μάνα μου.
– Ε τότε, τι κάνει;
– Δεν μπορώ πάτερ. Όταν σηκώνομαι το βράδυ και τη βλέπω να είναι γονατιστή και να προσεύχεται, δεν μπορώ να βγάλω αυτήν την εικόνα από μέσα μου. Όλα τα άλλα τα διέλυσα. Και τους πνευματικούς και τις εκκλησίες και τις κατασκηνώσεις και τα πάντα αλλά αυτήν την εικόνα της μάνας μου δεν μπορώ να την νικήσω.
Για να μην σας τα πολυλογώ, τελικά τον νίκησε η εικόνα της μάνας του. Πράγματι αυτό το παιδί πάλεψε πολύ με τον εαυτό του στη συνέχεια. Πηγαινοερχόταν στο Άγιον Όρος. Δεν του λέγαμε τίποτα, απλώς ήταν πολύ παρατηρητικός.
Έβλεπε, γυρνούσε, έβλεπε πράγματα τα οποία εμείς δεν βλέπαμε τόσα χρόνια. Ερμήνευε διάφορες καταστάσεις όμορφα, ωραία. Μέχρι που σιγά-σιγά πράγματι ενίκησε η εικόνα της μητέρας του, η οποία ήταν μία αγράμματη γυναίκα -σχεδόν αγράμματη δηλαδή με λίγες τάξεις του Δημοτικού- αλλά μια γυναίκα της Εκκλησίας η οποία προσευχόταν πάρα πολύ για το παιδί της.
Και σήμερα, Δόξα τω Θεώ, το παιδί αυτό διαπρέπει. Είναι στέλεχος, όπως κι εσείς, της τοπικής Εκκλησίας στην οποία ανήκει. Και διαπρέπει πραγματικά στην πνευματική ζωή και αυτός και η κατ’ οίκον Εκκλησία του, η οικογένειά του και όλοι όσοι είναι κοντά του.
Γιατί από τότε, έγινε στέλεχος και διδάσκαλος της Εκκλησίας και στηρίζει και αυτός με τη σειρά του πολλούς ανθρώπους.
Ήταν τρία παιδιά τα οποία χάθηκαν στο δρόμο και δεν μπορούσαν να φιλοξενηθούν βέβαια στο Μοναστήρι γιατί είχε κλείσει, ούτε πουθενά αλλού και έπρεπε να τα φιλοξενήσουμε εμείς στη δική μας καλύβη. Δεν υπήρχε πρόβλημα βέβαια.
Προσπαθήσαμε να τους φιλοξενήσουμε, να τους ετοιμάσουμε κάτι να φάνε.
Ένας εξ’ αυτών όμως ήταν πολύ αρνητικός. Εγώ κάθισα λίγο μαζί τους να τους μιλήσω μέχρι να φάνε τα παιδιά, να μην τους αφήσουμε μόνους τους. Eίπαμε κάποια πράγματα.
Το ένα το παιδί ήταν αρνητικός, ήταν δύσκολος. Χαμογελούσε ειρωνικά, με έβλεπε έτσι παράξενα. Καταλάβαινα ότι δεν του άρεσα τρόπον τινά, δεν ξέρω.
Αφού φάγανε το φαγητό τους, πήγα να τους δείξω -ήμουν υπεύθυνος αρχοντάρης- τα δωμάτια. Μου λέει ένας.
– Πάτερ, μπορώ να δώσω στο Θεό την τελευταία ευκαιρία να μου μιλήσει;
– Ωραία σκέψη. Και τι θα γίνει τώρα; Δηλαδή πως θα δώσεις του Θεού την τελευταία ευκαιρία να σου μιλήσει;
– Θέλω να μιλήσουμε.
Πήρα ευλογία από τον Γέροντα και πήγα κάθισα εκεί σε ένα παρεκκλήσι που είχαμε και μιλούσαμε από η ώρα οκτώ το βράδυ μέχρι ώρα τέσσερις το πρωί που χτύπησε το σήμαντρο για την ακολουθία.
Μιλούσε βέβαια ο ίδιος, δεν άφησε το Θεό να του μιλήσει γιατί ήθελε ο ίδιος να πει όλα αυτά που είχε μέσα του. Πανέξυπνος άνθρωπος, πολύ διαβασμένος, πολύ μορφωμένος, ήταν στο πτυχίο της Νομικής τότε.
– Λοιπόν, μου λέει, κοίταξε πάτερ εγώ μεγάλωσα στα κατηχητικά, στις αδελφότητες, κοντά σε πολύ καλούς πνευματικούς. Ξέρω τα πάντα. Όταν σου λέω κάτι ξέρω εκ των προτέρων τι θα μου απαντήσεις.
Και πράγματι, ήξερε πάρα πολλά πράγματα. Δεν είχα κάτι να του απαντήσω διότι όντως τα ήξερα όλα. Κι έτσι όπως ήτανε έξυπνος και λαλίστατος και ευφυής και με επιχειρήματα -δικηγόρος βέβαια ήτανε ο άνθρωπος- εντάξει εγώ αισθανόμουνα στριμωγμένος σ’ εκείνη τη γωνιά του στασιδιού. Τον άκουγα απλώς κι έλεγα: ο Θεός να μας βοηθήσει να βγάλουμε άκρη εδώ απόψε. Τι θα γίνει;
Που θα βγούμε με αυτόν τον άνθρωπο;
Τέλος πάντων, είπε, είπε, είπε κάμποσα ..
Πήγαινα κι εγώ να πω καμμιά κουβέντα, δεν με άφηνε. Μου έλεγε,
– Ξέρω τι θα πεις, ξέρω.
Και πράγματι ήξερε δηλαδή, δεν έλεγε ψέματα. Όταν ήρθε η ώρα να τελειώσουμε μου λέει,
– Πάτερ μου ξέρεις όλα τα νίκησα μέσα μου. Όλα τα νίκησα. Όλα τα επιχειρήματα της Εκκλησίας, όλη τη διδασκαλία των κατηχητικών, των ομαδαρχών, των κατασκηνώσεων, των ομάδων, των πνευματικών, τα πάντα. Τα έχω διαλύσει, τα έχω νικήσει. Έχω απόψεις, έχω επιχειρήματα, έχω μέσα μου ισχυρά ερείσματα για να μην τα πιστεύω όλα αυτά τα πράγματα αλλά έχω κάτι που δεν μπορώ να το νικήσω. Δεν μπορώ να το νικήσω.
– Τι είναι αυτό που δεν μπορείς να το νικήσεις;
– Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ. Δεν μπορώ να νικήσω τη μάνα μου.
– Δηλαδή; Έχει γλώσσα; Μιλάει πολύ;
– Όχι, δεν μιλάει καθόλου η μάνα μου.
– Ε τότε, τι κάνει;
– Δεν μπορώ πάτερ. Όταν σηκώνομαι το βράδυ και τη βλέπω να είναι γονατιστή και να προσεύχεται, δεν μπορώ να βγάλω αυτήν την εικόνα από μέσα μου. Όλα τα άλλα τα διέλυσα. Και τους πνευματικούς και τις εκκλησίες και τις κατασκηνώσεις και τα πάντα αλλά αυτήν την εικόνα της μάνας μου δεν μπορώ να την νικήσω.
Για να μην σας τα πολυλογώ, τελικά τον νίκησε η εικόνα της μάνας του. Πράγματι αυτό το παιδί πάλεψε πολύ με τον εαυτό του στη συνέχεια. Πηγαινοερχόταν στο Άγιον Όρος. Δεν του λέγαμε τίποτα, απλώς ήταν πολύ παρατηρητικός.
Έβλεπε, γυρνούσε, έβλεπε πράγματα τα οποία εμείς δεν βλέπαμε τόσα χρόνια. Ερμήνευε διάφορες καταστάσεις όμορφα, ωραία. Μέχρι που σιγά-σιγά πράγματι ενίκησε η εικόνα της μητέρας του, η οποία ήταν μία αγράμματη γυναίκα -σχεδόν αγράμματη δηλαδή με λίγες τάξεις του Δημοτικού- αλλά μια γυναίκα της Εκκλησίας η οποία προσευχόταν πάρα πολύ για το παιδί της.
Και σήμερα, Δόξα τω Θεώ, το παιδί αυτό διαπρέπει. Είναι στέλεχος, όπως κι εσείς, της τοπικής Εκκλησίας στην οποία ανήκει. Και διαπρέπει πραγματικά στην πνευματική ζωή και αυτός και η κατ’ οίκον Εκκλησία του, η οικογένειά του και όλοι όσοι είναι κοντά του.
Γιατί από τότε, έγινε στέλεχος και διδάσκαλος της Εκκλησίας και στηρίζει και αυτός με τη σειρά του πολλούς ανθρώπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου