«Κύριε οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς,
ἀλλά μόνον εἰπέ λόγῳ καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου» (Ματθ. η΄ 8)
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Σήμερα ὑπάρχει μεγάλη σύγχυση σέ ὅλα τά θέματα καί κατά συνέπεια καί στά θρησκευτικά, ὁπότε εἶναι ἀνάγκη νά παρουσιάζεται ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιά νά διακρίνεται ἡ ἀλήθεια ἀπό τήν πλάνη. Εἶναι γνωστό ὅτι μιά «Ἐκκλησία» πού δέν θεολογεῖ καί μιά «θεολογία» πού δέν ἐκκλησιάζεται δέν ἐξυπηρετεῖ τό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.
Πολλές φορές σκέφτομαι: Πῶς μερικοί κάνουν μιά ἠθικολογική ἀνάλυση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μέ τά λατρευτικά της κείμενα, μέ τήν ἁγιογραφία κλπ. ἐπιμένει νά θεολογῆ; Γιατί γίνεται αὐτή ἡ διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς; Πῶς εἶναι ἐπιτρεπτό, γιά παράδειγμα, κατά τήν ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ τά τροπάρια νά παρουσιάζουν ὅλη τήν μυστική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Χριστιανοί νά ἀκοῦνε ἕνα ἀθεολόγητο ἠθικολογικό κήρυγμα; Γι᾿ αὐτό μέ ἁπλές λέξεις θά παρουσιάσω μερικές θεολογικές πλευρές γιά τήν διδασκαλία καί τά θαύματα, πού ἐπιτέλεσε ὁ Χριστός, λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό τό θαῦμα τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου πού ἀκούσαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα.
Τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου πού ἀκούσαμε σήμερα ἔγινε εὐθύς ἀμέσως ἀπό τήν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ ἀπό τό ὄρος τῶν Μακαρισμῶν. Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία, γιατί μᾶς δείχνει τήν σχέση πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς διδαχῆς καί τοῦ θαύματος, καθώς ἐπίσης μᾶς δείχνει καί τήν σχέση μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο καί τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστός μιλοῦσε ὡς Θεάνθρωπος, «ὡς ἐξουσίαν ἔχων» (Ματθ. ζ', 29) καί θαυματουργοῦσε ὡς Θεάνθρωπος, ὅπως εἶπε: «Ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται κἀγώ ἐργάζομαι» (Ἰω. ε', 17). Ἄλλοτε, ὅπως βλέπουμε στά ἅγια Εὐαγγέλια, προηγεῖται ἡ διδαχή καί ἀκολουθεῖ τό θαῦμα, ὡς ἐπισφράγιση τῆς διδαχῆς, καί ἄλλοτε προηγεῖται τό θαῦμα καί ἀκολουθεῖ ἡ διδαχή, πού ἀναλύει τήν βαθύτερη σημασία του.
Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε νά ξεχωρίσουμε τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν διδαχή Του καί τό θαῦμά Του, γιατί ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνας κενός φλύαρος λόγος, ἀλλά θεία ἐνέργεια, καί ἡ πράξη τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνα «φιλανθρωπικό» ἔργο, πού γίνεται ἀπό συμπάθεια γιά τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἐπισφράγιση τῆς θείας ἀποστολῆς Του. Γιά παράδειγμα ὁ Χριστός ἔβγαζε τά δαιμόνια, ὥστε νά καταλάβουμε ὅτι Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού διώχνει τούς δαίμονας ἀπό τήν ψυχή καί μᾶς χαρίζει αἰώνια ἐλευθερία, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Σήμερα ὑπάρχουν πολλοί πού χωρίζουν τά τρία αὐτά καί διασποῦν τήν θαυμάσια αὐτή ἑνότητα. Ἄλλοι λένε ὅτι πιστεύουν στόν Χριστό ὡς Θεάνθρωπο, ἀλλά ἀρνοῦνται τά θαύματα, πού τά θεωροῦν φαντασίες τῶν ἀνθρώπων καί δέν μελετοῦν οὔτε ἐφαρμόζουν τόν λόγο Του. Ἄλλοι διαβάζουν κάθε μέρα τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά δέν πιστεύουν στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, γιατί τόν θεωροῦν ἕναν καλό διδάσκαλο, οὔτε στήν δυνατότητα τῶν θαυμάτων. Ἄλλοι πιστεύουν στά θαύματα, ἐπιδιώκουν νά δοῦν θαύματα στήν ζωή τους, ἴσως τρέχουν σέ ὅλα τά «προσκυνήματα» ἀπό συμφέρον, ὅμως δέν ἔχουν μεγάλη πίστη στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, οὔτε ζοῦν εὐαγγελικά. Ὅλες, ὅμως, αὐτές οἱ περιπτώσεις δέν συνιστοῦν ὀρθόδοξη ζωή.
Εἶπα προηγουμένως ὅτι ὁ θεῖος λόγος εἶναι θεία ἐνέργεια καί ὄχι ἕνας φλύαρος ἀνθρώπινος λόγος. Αὐτό φαίνεται στό θαῦμα τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου. Ὁ ἑκατόνταρχος ζητᾶ ἕνα λόγο ἀπό τόν Χριστό καί εἶναι βέβαιος ὅτι μέ τόν λόγο αὐτό θά θεραπευθῆ ὁ δοῦλός του. Εἶπε: «Μόνον εἰπέ λόγῳ καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου». Ὁ Κύριος τότε εἶπε: «Ὕπαγε καί ὡς ἐπίστευσας, γεννηθήτω σοι». Καί τό ἀποτέλεσμα, ὅπως σημειώνει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, ἦταν ὅτι «ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ» (Ματθ. η', 8-13), ἀφοῦ διά τοῦ λόγου Του ἐξῆλθε θεία ἐνέργεια καί θεραπεύθηκε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Αὐτό φαίνεται ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας. Ὁ Θεός εἶπε «γενηθήτω φῶς· καί ἐγένετο φῶς» (Γεν. α', 3). Ὁ Προφητάναξ Δαυίδ ψάλλει: «Τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν καί τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν» (Ψαλμ. λβ', 6), δηλαδή μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ δημιουργήθηκε ὅλος ὁ κόσμος.
Γι᾿ αὐτό, ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν εἶναι προϋπόθεση ἀποκτήσεως τῆς θείας ζωῆς. Ὁ ἅγιος Μάξιμος λέγει ὅτι σέ κάθε ἐντολή τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει μυστικά ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Ἔτσι, τηρώντας τίς ἐντολές Του δεχόμαστε τόν Χριστό μέσα μας. Καί ἐπειδή ὁ Χριστός δέν εἶναι ποτέ χωρίς τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, γι᾿ αὐτό, τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, δεχόμαστε μέσα μας τήν Παναγία Τριάδα: «Ὁ γοῦν δεξάμενος μίαν ἐντολήν καί ποιήσας αὐτήν μυστικῶς ἔχει τήν Ἁγία Τριάδα». Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ἐδίδαξε ὅτι «ὁ ποιῶν τήν ἀλήθειαν ἔρχεται πρός τό φῶς» (Ἰω. γ', 21).
Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ γράφει ὅτι ὅταν μιά ψυχή πού ἔχει ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀκούση ἕνα ρῆμα πού ἔχει μέσα του κρυμμένη δύναμη πνευματική, τότε ἐλκύεται πρός τήν ἐφαρμογή. Γι᾿ αὐτό, τό θεῖο κήρυγμα εἶναι ἀπαραίτητο γιά τήν Ἐκκλησία καί ἐντάσσεται ὀργανικά μέσα στόν χῶρο τῆς λατρευτικῆς συνάξεως. Δέν εἶναι ἕνα ξένο στοιχεῖο τῆς Λειτουργίας, ἀλλά ἀναπόσπαστο τμῆμα της. Φυσικά, τό κήρυγμα πρέπει νά εἶναι πραγματικός λόγος, φωτισμός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι ἀνθρώπινος εὐσεβής στοχασμός.
Τό κήρυγμα, ὅταν ἐμπνέεται ἀπό τήν λατρευτική ἀτμόσφαιρα, ὅταν κινῆται μέσα στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική ζωή, ὅταν εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, προετοιμάζει τόν ἄνθρωπο γιά τήν προσευχή καί τήν θεία Κοινωνία.
Ὁ Τοποτηρητής Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου